- σκυρόδεση
- και σκιρόδεση και σκιρρόδεση, η, Νκτίσιμο οικοδομής με σκυρόδεμα, δόμηση με τη χρήση σκυροδέματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκύρο* / σκίρ(ρ)ο «χαλίκι» + δέση (< δένω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκυρόδεση — η χτίσιμο με σκυρόδεμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκιρ(ρ)όδεση — η, Ν βλ. σκυρόδεση … Dictionary of Greek